- ταμαρίνος
- ο, Νζωολ. κοινή ονομασία 23 περίπου ειδών πιθήκων τού Νέου Κόσμου, τής οικογένειας καλλιτριχίδες, τα οποία ταξινομούνται στα γένη λεοντιδεύς και λεοντόκηθος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tamarin, από λ. διαλέκτου τής Γαλλικής Γουιάνας].
Dictionary of Greek. 2013.